Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο

52962023. sx318

Είμαι οπτικός κι όχι ακουστικός τύπος. Με άλλα λόγια πρέπει να δω τις λέξεις, τις εικόνες, ένα σχεδιάγραμμα, ένα χάρτη για να κατανοήσω και να το κάνω εικόνα στο μυαλό μου, αλλιώς κλαύ’ τα Χαράλαμπε.

Αυτός είναι και ο λόγος που δε διαβάζω ακουστικά βιβλία (audiobooks) ξεροσφύρι. Στις σπάνιες περιπτώσεις που θα το κάνω είναι όταν το κείμενο είναι απίστευτα πυκνό και δύσκολο και θέλω ένα έξτρα σπρώξιμο για να συνεχίσω, κι αυτό μου το κάνει ο ήχος. Βιβλία όπως: «Οδυσσέας» του Τζέιμς Τζόυς, «Κυρία Ντάλογουεϊ» της Βιρτζίνια Γουλφ, και «Η Καρδιά του Σκότους» του Τζόσεφ Κόνραντ.

Αλλά ένεκα της καραντίνας και της απουσίας βιβλίων προς ανάγνωση (TBR), και λόγω του ότι μια φίλη μου εισηγήθηκε να κάνουμε συνανάγνωση του βιβλίου της Άλκης Ζέη σε audiobook βρέθηκα σήμερα να μιλάω για το πρώτο μου σκέτο audiobook.

Η αλήθεια πολλές φορές ήθελα να θυμηθώ κάτι αλλά δεν είχα βιβλίο μπροστά μου και δεν ήξερα σε ποιο λεπτό ειπώθηκε. Και ναι παρόλο που ευχαριστήθηκα αυτή τη συνανάγνωση, ή καλύτερα συνακρόαση, αδειάζοντας και γεμίζοντας ταυτόχρονα το πλυντήριο των πιάτων, δε με βλέπω σύντομα ξανά με audiobook on the rocks.

Η Άλκη Ζέη ήταν από τις πρώτους ανθρώπους των γραμμάτων που μας άρπαξε το 2020. Νιώθω κάπως περίεργα να έρχομαι σε επαφή μαζί της την χρονιά της απουσίας της, αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ.

«Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου» ήταν το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο που μου ανατέθηκε στην 1η γυμνασίου. Και παρόλο που το διδάχτηκα δεν το τέλειωσα ποτέ.

Από μια άποψη αυτό είναι καλό, διότι μαθαίνοντας για τις εμπειρίες της Ζέη ως έφηβη κατά τη διάρκεια του Β’ΠΠ και ιδιαίτερα της γερμανικής κατοχής της Αθήνας, μπορώ να πω θα είναι εύκολο να αναγνωρίσω τα αυτοβιογραφικά στοιχεία στον Περίπατο όταν θα το διαβάσω για πρώτη φορά γύρω στις 28 του Οκτώβρη, που είναι και ταιριαστή εποχή.

Ένα άλλο καλό αυτού του audiobook είναι ότι το αφηγείται η ίδια η συγγραφέας έτσι είναι σαν να ‘χεις τη γιαγιά σου να αφηγείται με όμορφο τρόπο τις εμπειρίες της από τότε που γεννήθηκε μέχρι που ενηλικιώθηκε, όταν ξεκίνησε ο πικρός εμφύλιος.

Φυσικά μετά τον Περίπατο θα διαβάσω και «Το καπλάνι της βιτρίνας» άλλο ένα παιδικό με αυτοβιογραφικά στοιχεία που έμαθα διαβάζοντας το μολύβι φάμπερ.
Ένα βιβλίο στο όποιο παρελαύνουν η Ζωρζ Σαρή, η Διδώ Σωτηρίου, η Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ και πολλοί άλλοι άνθρωποι της τέχνης και των γραμμάτων όταν ήταν στα νιάτα τους.

Βαθμολογία: Σπανακόπιτα

Origin

39970636. sy475

Αυτή δε θα είναι μια συνηθισμένη κριτική, δε θα μιλήσω για το βιβλίο για την υπόθεσή του και τι πραγματεύεται. Το έχουν κάνει άλλοι πολλοί πριν από μένα και δεν χρειάζεται να πω περισσότερα.

Εδώ θα συζητήσω τι κάνει ένα βιβλίο άξιο να διαβαστεί και να εκτιμηθεί.
Απολαμβάνω τον Νταν Μπράουν. Δεν είναι η γραφή του στο ίδιο επίπεδο με του Κορμακ Μακάρθυ («Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους», «Ο δρόμος», «Ματωμένος μεσημβρινός») αλλά τον απολαμβάνω εξίσου.

Μαθαίνω για κάθε τι που έχει σχέση με μουσεία, γκαλερί, και αξιοθέατα στην Ευρώπη, έχει επιπλέον καταιγιστική δράση, και τέλος με βάζει σε σκέψεις τύπου:
Τι θα γινόταν αν αποκαλύπτετο στον κόσμο ότι ο χριστιανισμός είναι βασισμένος σε ψέματα;
Μπορεί ένας ιός να αποτελέσει τη λύση του υπερπληθυσμού στη γη;
Πριν κυβερνούσαν οι δεινόσαυροι, τώρα οι άνθρωποι, μετά;

Σίγουρα έχουν όλα το γνωστό μοτίβο, με τον καθηγητή Λάνγκτον να καλείται να δώσει την ακαδημαϊκή του βοήθεια, να βρίσκεται στο διάβα του μια ωραία και έξυπνη γυναίκα, να μαθαίνουμε το ιστορικό του κακού της υπόθεσης και τους λόγους πίσω από το κακό που θέλει να διαπράξει, και φυσικά το μυστικό που θα αποκαλύψει/αποκαλυφθεί στον Λάνγκτον θα συνταράξει τον κόσμο είτε μεταφορικά (Κώδικας Νταβίντσι, Όριτζιν) είτε κυριολεκτικά (Άγγελοι και Δαίμονες, Ινφέρνο).

Δε θα μπω σε φιλοσοφικές αναλύσεις περί Αισθητικής και τι κάνει ένα έργο τέχνης άξιο, και κατά πόσο είναι ωραίο ή άσχημο.
Με απλά λόγια η απόλαυση είναι καθαρά υποκειμενική είτε αυτό που σ’ αρέσει είναι κλασική, νεανική (ΥΑ) και αστυνομική λογοτεχνία, είτε είναι θρίλερ, φαντασία ή βραβευμένα βιβλία.

Μ’ αρέσει ο Νταν Μπράουν όχι γιατί έχει γραφή που θα μείνει επίκαιρη σε 100 – 200 χρόνια όπως τα βιβλία της Τζέιν Όστεν και του Τσαρλς Ντίκενς αλλά διότι περνώ καλά, είναι ένα είδος φυγής από την πραγματικότητα και τα κακά της (Ερτογάν, Τραμπ, Ιός, Ρατσισμός, Βία). Όχι πως με αφήνουν αδιάφορο οι εξελίξεις αλλά με κουρελιάζουν αν είναι τα μόνα που ακούω και βλέπω, έτσι ξεφεύγω απ’ αυτά μέσω των βιβλίων, που μερικά από αυτά είναι και τα βιβλία του Νταν Μπράουν.

Για πείτε μου, εσείς τι πιστεύετε κάνει ένα βιβλίο άξιο να διαβαστεί. Μόνο η γλώσσα του και η γραφή του, ή και η πλοκή κι η ανάπτυξη χαρακτήρων;

Βαθμολογία: Παέγια

Shutter Island

6538999

Είχα δει την ταινία πριν χρόνια και ήταν καθηλωτική. Με ένα τέλος ανατρεπτικό που σε έκανε να πεις σαν ένας άλλος Σπύρος Παπαδόπουλος «Τι έγινε ρε παιδιά;!;» Ένα πλοτ – τουίστ απ’ εκεί που δεν το περιμένεις. Μια ταινία που έπρεπε να ξαναδείς ούτως ώστε να δεις και να ‘πιάσεις’ τα μηνύματα που σου έδινε πριν το τέλος.

Γι’ αυτό όταν πήγα στο παζαράκι βιβλίου τέλη Ιανουαρίου το πήρα γιατί ήθελα να ζήσω ξανά αυτή την εμπειρία και να κατανοήσω το τέλος και την όλη ιστορία.
Πριν όμως το διαβάσω (τελευταία βδομάδα του Μάρτη) έτυχε τέλη Φεβρουαρίου αρχές Μαρτίου να δω και το «Mystic River», άλλη μια καθηλωτική ταινία βασισμένη πάλι σε βιβλίο του Dennis Lehane.

Και εκεί που δεν το περίμενα έτυχε αυτή η ανάγνωση να είναι συνανάγνωση με την καλή μου φίλη εκ Σαντορίνης, και να απολαύσουμε μαζί την καταιγιστική δράση.

Ένας ρυθμός απολαυστικός που ήταν βάλσαμο μετά τα αργού ρυθμού βιβλία «Carol», «Pillars of Salt», και «The Garden of Evening Mists» τα οποία αγόρασα από το ίδιο παζαράκι που αγόρασα και το «Shutter Island», το «Answered Prayers», και το «Origin» το πρώτο βιβλίο του Απριλίου για το οποίο θα γράψω αύριο.

Δύο Αμερικανοί μάρσαλ (είδος ομοσπονδιακού αστυνομικού), αποβιβάζονται στο νησί Shutter που είναι και ταυτόχρονα ψυχιατρικό νοσοκομείο ανοιχτά της Βοστόνης.
Σκοπός τους είναι να διερευνήσουν την εξαφάνιση μίας ασθενούς.
Όσο περισσότερο εμπλέκονται σε αυτή την υπόθεση τόσο περισσότερο μπλέκονται στα βάτα και τα δίχτυα μιας συνταρακτικής και συνάμα ελισσόμενης σαν χέλι αλήθειας.

Μια αλήθεια που είναι καλύτερο να μείνει θαμμένη. Παρόλα αυτά τα διάφορα μηνύματα σπαζοκεφαλιές που βρίσκουν οι δύο πράκτορες/ αστυνομικοί τους βάζουν ολοένα και πιο βαθιά στην υπόθεση, μια υπόθεση που λες και είναι αδύνατο να της ξεφύγουν.

Μπορεί ο Μάρτης μου να ήταν ως επί το πλείστον χλιαρά ή απλά καλά βιβλία όμως τελείωσε όμορφα με αυτό το βιβλίο του Dennis Lehane συγγραφέα που ανήκει πλέον στο βιβλιοραντάρ μου.

Βαθμολογία: Ντόνατς, και καφές σε χάρτινο ποτήρι ιδανικά για στέικ άουτ

The Garden of Evening Mists

17985126

31 βιβλία μείνανε, συμπεριλαμβανομένου και του σημερινού. 37 μέρες μείνανε μέχρι την τελευταία μέρα του Σεπτέμβρη. Με το που δροσίσει ο καιρός δηλαδή και μπει ο Οκτώβρης θα έχω τελειώσει με τις κριτικές που χρωστώ και επιτέλους θα γράφω κριτική μια φορά τη βδομάδα, ή όποτε τελειώνω ένα βιβλίο, και δε θα σας τα κάνω αερόστατα όπως τώρα που κάθε μέρα έχω και καινούρια κριτική με καινούριο μπλα-μπλα.

Αυτό ήταν το πρότελευταιο βιβλίο για τον μήνα Μάρτιο και το πρώτο μου που διάβασα από Μαλαισία.
Όπως είχα πει και στη χθεσινή κριτική ένα βιβλίο για να είναι αυθεντικά από τη χώρα που επιλέγω πρέπει να πληροί 4 κριτήρια.
Ο συγγραφέας να είναι από τη χώρα που επέλεξα, να ζει στη συγκεκριμένη χώρα, το βιβλίο του να διαδραματίζεται σε αυτή τη χώρα και να είναι γραμμένο σε μια από τις επίσημες γλώσσες της χώρας που επέλεξα.
Πχ το «Το εστιατόριο της της ξανακερδισμένης αγάπης» πληροί όλα τα κριτήρια, άρα είναι 100% γιαπωνέζικο.
Οι «Στήλες άλατος» πληροί 2/4 κριτήρια, οπότε είναι 60/70% ιορδανικό.
Αυτό «Ο κήπος των δειλινών ομιχλών» πληροί 3/4.
Δηλαδή ο συγγραφέας είναι Μαλαισιανός, ζει στη Μαλαισία, κι η ιστορία λαμβάνει χώρα στη Μαλαισία. Το μόνο κριτήριο που δεν πληροί είναι το ότι το έγραψε στα Αγγλικά και όχι στα Μαλαισιανά.

Τέλος πάντων, αυτά τα κριτήρια είπαμε είναι για μένα, έναν αναγνώστη που διαβάζει απ’ όλο τον κόσμο και θέλει να ξέρει πόσο κινέζικο είναι το τάδε βιβλίο και πόσο Κινέζος ο συγγραφέας.
Δε θα βάλω για παράδειγμα τις «Αναμνήσεις μιας Γκέισας» στα γιαπωνέζικα βιβλία που διάβασα μόνο και μόνο επειδή διαδραματίζεται στην Ιαπωνία. Ο συγγραφέας είναι Αμερικάνος, ζει στην Αμερική και το έγραψε στα αγγλικά.
Το ίδιο πράγμα ισχύει και για την «Ανατολή» της Βικτώριας Χίσλοπ. Διαδραματίζεται στην Κύπρο όμως δεν είναι κυπριακό διότι ούτε στα ελληνικά (ή τουρκικά γράφτηκε) και η συγγραφέας ούτε κατάγεται, ούτε ζει στην Κύπρο.

Γι’ αυτό άλλωστε γίνεται όλος αυτός ο ντόρος με τα κριτήρια και πόθεν κρατάει η σκούφια του συγγραφέα και λοιπά. Διαβάζω τον κόσμο, οπότε θέλω κάτι από τη χώρα που επέλεξα όχι μόνο για.

Στα του βιβλίου τώρα. Το ψιλοβαρέθηκα.
Παρόλο που το πήρα απλά και μόνο διότι ο συγγραφέας είναι από χώρα που δεν ξαναδιάβασα και έχει να κάνει με κήπους (κάτι που το έχω σαν χόμπι) η ιστορία δεν με τράβηξε. Και ξέρετε γιατί;


Wait for it
*drum roll*


Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Βαριέμαι τα βιβλία που αφορούν αυτόν τον πόλεμο. Βαρέθηκα να ακούω τα ίδια και τα ίδια.
12 χρόνια στο σχολείο κάθε χρονιά θα κάναμε γιορτή για τον Ντούτσε και τον Χίτλερ και το ηρωικό Όχι του Μεταξά και μετά δωσ’ του παρελάσεις και εκκλησιασμούς και ομιλίες κάτι που για μένα σαν άντρας συνέχισε και στα δυο χρόνια στρατού.
Συν το ότι και στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, του γυμνασίου, και του λυκείου ΠΑΛΙ κάναμε γι’ αυτό τον πόλεμο.
Και επίσης τα ντοκιμαντέρ που υπάρχουν τα περισσότερα είναι γι’ αυτόν τον πόλεμο. Οι πολεμικές μηχανές του Χίτλερ, οι τελευταίες ώρες του Χίτλερ, η ζωή του Χίτλερ, η απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ και πάει λέγοντας. ΒΑ.ΡΕ.ΘΗ.ΚΑ.

Ναι, ξέρω ότι υπάρχουν ωραία βιβλία εκεί έξω που διαδραματίζονται στον Β’ΠΠ όπως «Η Κλέφτρα των βιβλίων» που διάβασα λίγο μετά από το συγκεκριμένο και μ’ άρεσε, αλλά δεν παύουν να είναι εξαιρέσεις.
Ναι, ξέρω ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε την ιστορία μας αλλά όταν θέλω να ψυχαγωγηθώ με ένα βιβλίο δε θέλω ΠΑΛΙ να ακούσω για το Ολοκαύτωμα, και το Άουσβιτς, και τον Χίτλερ. Προτιμώ τον Α’ΠΠ, την Μικρασιατική Καταστροφή, και τον Μεσαίωνα ως ιστορικά πλαίσια σε ένα βιβλίο.

Αλλά μου φαίνεται ξεφεύγω πάλι από την κριτική του συγκεκριμένου βιβλίου.
Είναι, ναι, μια καινούρια πτυχή του Β’ΠΠ που πολλοί δεν γνωρίζουμε (Γιαπωνέζικη εισβολή και κατοχή της Μαλαισίας, Στρατόπεδα Συγκέντρωσης, Εκτελέσεις, Εμφύλιος με Κομμουνιστές μετά το τέλος του πολέμου). Πάνω κάτω τα ίδια άσχημα πράγματα που γίνονταν και στην Ευρώπη και φυσικά στην Ελλάδα.

Μ’ άρεσαν τα κομμάτια πάντως που μιλούσαν για τις παραδοσιακές γιαπωνέζικες τεχνικές τατουάζ, κήπου ζεν, και υδατογραφίας. Αλλά ήταν απίστευτα αργό. Μου πήρε 9 μέρες να διαβάσω βιβλίο των 351 σελίδων.

Η ιστορία του, για όποιον ενδιαφέρεται, έχει να κάνει με μια δικαστή που μόλις έχει πιάσει σύνταξη και θέλει να φτιάξει ένα κήπο προς τιμή της αδερφής της που σκοτώθηκε από τους Γιαπωνέζους τον καιρό της Ιαπωνικής Κατοχής. Ο μόνος που μπορεί να τη βοηθήσει να φτιάξει ένα αυθεντικό κήπο ζεν είναι ένας Γιαπωνέζος.
Και αυτό θα είναι κάτι δύσκολο γι’ αυτή.
Φανταστείτε μια Ελληνίδα από τα Καλάβρυτα που η αδερφή της σκοτώθηκε από τους Γερμανούς, να θέλει βοήθεια να φτιάξει ένα κήπο με τη βοήθεια ενός Γερμανού που πολέμησε στον Β’ΠΠ.
Θα υπάρχει μια υποσυνείδητη απέχθεια, ένα χάσμα που θα πρέπει να ξεπεράσει για χάρη της αδερφής της, για χάρη της μνήμης της.

Αυτό είναι πάνω – κάτω το βιβλίο με αρκετά (απροειδοποίητα πολλές φορές) flashbacks πίσω στην εποχή της Ιαπωνικής κατοχής και του Εμφυλίου καθώς και αρκετούς χαρακτήρες που λόγω των ανοίκειων ονομάτων τους δεν ήξερα αν ήταν άντρα ή γυναίκας το Γιουν, ή το Α-τσέονγκ, ή το Τατσουγί, με αποτέλεσμα να θέλω να φτιάχνω λίστες και κατάστιχα πάλι με ονόματα.
Ήταν σε γενικές γραμμές ένα καλό βιβλίο αλλά είπαμε η θεματική του σε συνδυασμό με τον αργό του ρυθμό με έκανε να το ψιλοβαρεθώ.
Αλλά φυσικά δεν μετάνιωσα αυτή μου την ανάγνωση, την πρώτη από Μαλαισιανό συγγραφέα.

Βαθμολογία: Μαλαισιανή πίτα ρότι με μαρμελάδα ινδοκάρυδο για πρωινό.

Pillars of Salt

432267

Έχω αυτό το χούι όσο αφορά βιβλία παγκόσμιας λογοτεχνίας όπως αυτό.
Τους βάζω κάποια κριτήρια αυθεντίας. Το πόσο Γιαπωνέζικο ή Αιγυπτιακό είναι ένα βιβλίο.

Για παράδειγμα θέλω να διαβάσω ένα βιβλίο από τη Ιορδανία.
Για να είναι, για μένα, 100% Ιορδανικό βιβλίο πρέπει ο συγγραφέας να γεννήθηκε στην Ιορδανία, να ζει στην Ιορδανία, να γράφει στη γλώσσα της Ιορδανίας (Αραβικά) και το βιβλίο να διαδραματίζεται στην Ιορδανία.

Αυτό το βιβλίο ήταν γύρω στο 60-70%.
Η συγγραφέας Φαντία Φακίρ γεννήθηκε στην Ιορδανία αλλά τώρα ζει στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Το βιβλίο της διαδραματίζεται στην Ιορδανία αλλά το έγραψε στ’ Αγγλικά. With this book we are at 60-70%.

Από την άλλη, «Η Κλέφτρα των βιβλίων» είναι ένα 80-90% Αυστραλέζικο βιβλίο. Ο συγγραφέας γεννήθηκε και ζει στην Αυστραλία, γράφει στην γλώσσα της πλειοψηφίας στην Αυστραλία (Αγγλικά), αλλά το βιβλίο διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου στην Ναζιστική Γερμανία.

Τέλος «Το Εστιατόριο της ξανακερδισμένης αγάπης» της Γιαπωνέζας Ito Ogawa είναι ένα 100% γιαπωνέζικο βιβλίο διότι η συγγραφέας γεννήθηκε και ζει στην Ιαπωνία, το έγραψε στα Ιαπωνικά, και το βιβλίο διαδραματίζεται στην Ιαπωνία.

Με άλλα λόγια βιβλία που έχουν βαθμό ‘αυθεντικότητας’ 70%-100% είναι ιδανικά για μένα. Γι’ αυτό και το βιβλίο της Φακίρ «Στήλες Άλατος» που είναι γύρω στο 60%-70% με αφήνει σχεδόν ικανοποιημένο. Με άλλα λόγια θα θελήσω να διαβάσω άλλο ένα βιβλίο από Ιορδανία γραμμένο στα Αραβικά από συγγραφέα που ζει στην Ιορδανία.

Αυτό κατ ουδένα λόγο δεν μειώνει την λογοτεχνική αξία ενός βιβλίου όπως της Φακίρ. Απλά όσα περισσότερα από αυτά τα κριτήρια διαθέτουν το βιβλίο και ο/η συγγραφέας τόσο περισσότερο αυθεντικό είναι το βιβλίο που διαβάζω από την συγκεκριμένη χώρα.

Ένα τελευταίο παράδειγμα και τελειώνω.
Το βιβλίο «Οκτώ ημέρες και μια Κυριακή» διαδραματίζεται στην Κύπρο, η συγγραφέας του όμως Κρίστι Λευτέρη, παρόλο που οι γονείς της είναι κι οι δυο Κύπριοι, μετανάστευσαν το 1974 στο Ηνωμένο Βασίλειο, 6 χρόνια πριν την γέννησή της εκεί. Με άλλα λόγια η συγγραφέας γεννήθηκε και ζει στο Ηνωμένο Βασίλειο, και γράφει στην γλώσσα της πλειοψηφίας εκεί, τα Αγγλικά.
Με άλλα λόγια το βιβλίο της είναι 35% κυπριακό. Και είναι κάτι που το πρόσεξα. Γράφτηκε από άτομο που ξέρει την Κύπρο έχει καταγωγή από Κύπρο αλλά δεν έζησε την Κύπρο στην Κύπρο. Και ως Κύπριος διαβάζοντας το βιβλίο της ένιωσα ότι διάβαζα «History of Cyprus for Dummies», καταλάβαινα ότι αυτό το βιβλίο γράφτηκε απ’ έξω. Έμοιαζε με της Βικτώριας Χίσλοπ η οποία είναι Αγγλίδα.

Αλλά είπαμε αυτά είναι κάποια ενδιαφέροντα στατιστικά που ενδιαφέρουν μόνο κάποιον σαν εμένα που έχει το χούι του ληξίαρχου και διαβάζει απ’ όλο τον κόσμο. Φυσικά όσο περισσότερη ανάλυση τόσο λιγότερη απόλαυση.
Γι’ αυτό ας προχωρήσω επιτέλους στην κριτική του βιβλίου.

Είναι μια ιστορία που λαμβάνει χώρα στην Ιορδανία στα τέλη του 20ου αιώνα όταν λεγόταν Υπεριορδανία και ελεγχόταν μαζί με την Παλαιστίνη από την Βρετανική Αυτοκρατορία. Άλλη μια χώρα που προστατευόταν μέχρι αηδίας από τους Βρετανούς, υπό τη σκέπη των ιμπεριαλιστικών φτερών τους.

Έχουμε δύο αφηγήσεις. Η πρώτη λαμβάνει χώρα στο παρόν όπου δύο γυναίκες μια νεαρή και μια ηλικιωμένη γνωρίζονται σε ένα δωμάτιο ψυχιατρικού νοσοκομείου.
Η δεύτερη αφήγηση λαμβάνει χώρα στο παρελθόν και είναι ουσιαστικά οι αφηγήσεις/μνήμες των δύο γυναικών. Η ζωή τους με άλλα λόγια και πώς κατέληξαν σε ψυχιατρικό νοσοκομείο. Ξεκινάμε δηλαδή από το τέλος και σιγά σιγά μαθαίνουμε πώς και καταλήξαμε σε αυτό.
Υπάρχει και μια τρίτη όχι ακριβώς αφήγηση αλλά μια συμβολική παρέμβαση από ένα άντρα, ανώνυμο και μισογύνη αφηγητή.

Είναι ένα βιβλίο για τη ζωή των γυναικών και των ανθρώπων της Ιορδανίας όταν ήταν ακόμη εμιράτο κι όχι βασίλειο 1917-1949.

Παρόλο που το βιβλίο ήταν μια πρώτη μου επαφή με την Ιστορία και τη ζωή στην Ιορδανία το βρήκα αρκετά αργό και όπως και με την «Κάρολ» δεν συνδέθηκα με τους χαρακτήρες οπότε πάλι υπήρχε αυτή η αποστασιοποίηση από πλευράς μου. Είχα όση συμπάθεια έχουν τα Ηνωμένα Έθνη για το πρόβλημα της Κύπρου.

Βαθμολογία: Φαλάφελ

Carol

2020309

Στο ίδιο παζαράκι που βρήκα το γιαπωνέζικο της χθεσινής κριτικής βρήκα και αυτό το βιβλίο. Ξέροντας ότι πρόσφατα γυρίστηκε ταινία βασισμένη σε αυτό το βιβλίο με την ανεπανάληπτη Κέιτ Μπλάνσετ στον ομώνυμο ρόλο της Κάρολ, και ότι το βιβλίο μιλάει για τον έρωτα μεταξύ δύο γυναικών το πήρα.

Θέλω να διαβάζω περισσότερα βιβλία γραμμένα από μαύρους, από ή για άτομα ΛΟΑΤΙ, βιβλία γραμμένα από ιθαγενείς συγγραφείς, και βιβλία μεταφρασμένα.
Αυτό είναι ένα από αυτά. Και μαθαίνοντας ότι η ίδια συγγραφέας (Πατρίσια Χάισμιθ) έγραψε και το δυνατό θρίλερ που έγινε δυο φόρες ταινία (όπου στην πρόσφατη πρωταγωνιστεί πάλι η Κέιτ Μπλάνσετ) ιστορία που θέλω να δω και να διαβάσω, που δεν είναι άλλη από το «Ο Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ», αποφάσισα να κάνω αρχή με την «Κάρολ».
Πρωτοεκδόθηκε ως «Το τίμημα του Αλατιού» με τη Χάισμιθ να χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Κλαιρ Μόργκαν, για λόγους ασφαλείας.

Όταν το διάβαζα αρχές Μαρτίου δεν είχα διαβάσει ακόμα «Το δωμάτιο του Τζοβάννι». Τώρα όμως που το διάβασα (πριν λίγες μέρες), μπορώ να δω κοινά σημεία μεταξύ των δύο βιβλίων.

Και τα δύο μιλάνε για άτομα που ερωτεύονται άτομο του ίδιου φύλου.
Ντέιβιντ – Τζοβάννι, Τερέζ – Κάρολ.
Και τα δύο διαδραματίζονται περίπου στην ίδια εποχή
Τζοβάννι: αρχές δεκαετίας του 50, Κάρολ: τέλη δεκαετίας του 40.
Και στα δύο ο ένας από τους πρωταγωνιστές είναι δεσμευμένος με άτομο του αντίθετου φύλου. Ο Ντέιβιντ αρραβωνιασμένος και η Κάρολ παντρεμένη.
Και τα δυο γράφτηκαν την δεκαετία του 50, μιλώντας για την αγάπη δυο ανθρώπων σε μια εποχή που ήταν ακόμη όχι μόνο ταμπού αλλά και έγκλημα να συνάψεις σχέσεις με άτομο του ίδιου φύλου πόσο μάλλον ν’ αγαπήσεις.

Η Τερέζ ένα νεαρό κορίτσι θέλει να κάνει καριέρα ως σκηνογράφος, αλλά για την ώρα δουλεύει ως ταμίας σε πολυκατάστημα στο τμήμα παιχνιδιών.
Εκεί θα γνωρίσει την Κάρολ όταν θα έρθει για να αγοράσει χριστουγεννιάτικο δώρο για την κόρη της. Μια κούκλα.
Και από εκείνη την στιγμή θα ξεκινήσει μια φιλία, που θα εξελιχθεί σε ένα ειδύλλιο.
Ένα βιβλίο που μου έβγαλε ένα ρετρό αίσθημα, ένα αίσθημα που βγάζουν οι ταινίες του 50 και 60.

Παρόλο που ήταν μια αρκετά καλή ιστορία δε δέθηκα με τους χαρακτήρες. Δεν μου ήταν ιδιαίτερα συμπαθείς. Ξέρω ότι δε χρειάζεται απαραίτητα να συμπαθήσεις χαρακτήρα για να σου αρέσει μια ιστορία, αλλά όταν έχει να κάνει με προσωπικές τους εμπειρίες και δυσκολίες αν δεν τους συμπαθήσεις δεν μπορείς να δεθείς μαζί τους οπότε υπάρχει μια αποστασιοποίηση από πλευράς σου όταν κάτι κακό τους συμβεί.

Αυτό ήταν το τελευταίο βιβλίο που ξεκίνησα να διαβάζω πριν έρθει ο ιός στην Κύπρο, και το πρώτο που τέλειωσα αφού μπήκαμε κι εμείς στο χορό της Κορώνας.

Είναι, ναι, ένα βιβλίο που συστήνω, αν όχι ανεπιφύλακτα, με μια δόση επιφύλαξης. Αν σας αρέσουν οι ρομαντικές ιστορίες μιας άλλης εποχής, και επίσης αν σας αρέσουν ιστορίες για μη στρέιτ σχέσεις, διαβάστε το. Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Βαθμολογία: Αμερικάνικο Τσίζκεϊκ

The Restaurant of Love Regained

14467212

Ας κάνω ένα αναγνωστικό διάλειμμα από τη Λωξάντρα της Πόλης και τα γιαλαντζί ντολμαδάκια της, και ας κάνω μια κριτική για τη ‘Λωξάντρα’ της Ιαπωνίας.

Η Ρίνκο επιστρέφοντας από τη δουλειά της (τούρκικο εστιατόριο που παίζει να σερβίρει και ντολμαδάκια) βρίσκει το διαμέρισμά της άδειο, ούτε έπιπλα, ούτε ηλεκτρικές συσκευές, τίποτα.

Δεν έχει άλλη επιλογή από το να πάει στο χωριό, και στη μάνα της που έχει να την δει 10 χρόνια. Εκεί θα αποφασίσει να ανοίξει ένα ιδιαίτερο εστιατόριο όπου θα σερβίρει ένα τραπέζι την ημέρα. Οι πελάτες άτομα που είτε είναι στα μαχαίρια και θέλουν να συμφιλιωθούν, είτε ερωτευμένοι που θέλουν μια προξενήτρα να σπρώξει το πράγμα, και άλλοι.
Κι έτσι δημιουργείται (όπως λέει και ο τίτλος) το εστιατόριο της ξανακερδισμένης αγάπης με την ονομασία «Το Σαλιγκάρι».

Στο οπισθόφυλλο λέει ότι αυτό το βιβλίο είναι για όσους αγάπησαν το «Σαν Νερό για Ζεστή Σοκολάτα» της Μεξικανής Λάουρα Εσκιβέλ, το οποίο διάβασα λιγότερο από δύο μήνες πριν πάρω και το συγκεκριμένο.
Αυτός ήταν ο δεύτερος λόγος που πήρα αυτό το βιβλίο. Ο πρώτος είναι γνωστός. Διαβάζω απ’ όλο τον κόσμο, κι όταν είδα Ιαπωνία, το πήρα.

Αυτό ήταν το πρώτο βιβλίο του Μάρτη αλλά και το τελευταίο που ξεκίνησα και τέλειωσα πριν έρθει ο κορονοϊός στην Κύπρο. Ένας μήνας περίεργος. Καραντίνα, εγκλεισμός, προσευχή, φραγγέλιο. Έλα πλάκα κάνω. Τα δύο πρώτα ισχύουν μόνο.

Περίεργος μήνας και όσο αφορά αναγνώσματα. Με εξαίρεση αυτό που το βρήκα συμπαθητικό και κύλησε εύκολα και το «Νησί των Καταραμένων», τα υπόλοιπα βιβλία του μήνα ήταν χλιαρές απογοητεύσεις. Είχαν αργό ρυθμό και η θεματική τους δεν με μαγνήτισε και τόσο.
Αυτό είναι το κακό όταν παίρνεις (σχεδόν) στα τυφλά βιβλία με μόνο κριτήριο τη χώρα προέλευσης: Ιαπωνία, Ιορδανία, Μαλαισία.

Τέλος πάντων, δεν ήταν κακά βιβλία, απλά ήταν πολύ αργά και βαριόμουνα, σε αντίθεση με αυτό που ήταν χαριτωμένο, (λιγάκι γλυκανάλατο), κυλούσε εύκολα και δεν το βαρέθηκα. Αλλά μέχρι εδώ. Εύπεπτο. Περνάς καλά, και μετά πας γι’ άλλα.

Βαθμολογία: Τεμπούρα

Παραμύθι χωρίς όνομα

43796984. sy475

«Είστε η πρώτη στη φιλολογία μας που πήρε το απονεκρωμένο υλικό της Βυζαντινής Ιστορίας και το ζωντάνεψε.»
Αργύρης Εφταλιώτης

«Το «Παραμύθι χωρίς όνομα» (πρώτη έκδοση: 1910) αποτελεί πραγματικά το πιο συναρπαστικό εγερτήριο σάλπισμα για μια Ελλάδα της εργατικότητας, της τιμιότητας, της προκοπής, της μόρφωσης, της εθνικής περηφάνιας. Παντοτινά επίκαιρο.»
Ζυράννα Ζατέλη

«γραμμένο με πόνο, με κοροϊδία, με αγανάχτηση. […]
Τα παιδιά σας ζούνε στο έργο σας ζωηρά μα κανονικά, χωρίς να ξεφεύγουν από το φυσικό τους πλαίσιο.»

Κωστής Παλαμάς

Αυτές είναι κάποιες από τις πολλές μνείες που ειπώθηκαν για το δεύτερο αυτό βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα «Παραμύθι χωρίς όνομα» που εκδόθηκε το 1910.

Εξαιρώντας την επτανήσια Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου που έγραψε την βιογραφία της η οποία εκδόθηκε το 1881 από το γιο της, 49 χρόνια μετά το θάνατό της, το 1832, και αναγνωρίζεται ως η πρώτη Ελληνίδα πεζογράφος, η Πηνελόπη Δέλτα είναι η πρώτη Ελληνίδα που η φήμη της βγήκε εκτός συνόρων.

Μια από τους πρώτους συγγραφείς του 20ου αιώνα, εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα (1909) «Για την Πατρίδα», δεκαετία που εκδόθηκε κι η «Φόνισσα» του Α. Παπαδιαμάντη.
Γι’ αυτό εξάλλου επέλεξα το δεύτερό της βιβλίο «Παραμύθι χωρίς όνομα» που εκδόθηκε το 1910, την δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, ως το δεύτερο βιβλίο που θα διάβαζα για το φετινό μου πρότζεκτ/τσάλεντς
2020: 12 μήνες 12 δεκαετίες 12 κλασικά βιβλία της ελληνικής λογοτεχνίας.

Το συγκεκριμένο ανώνυμο παραμύθι είναι αλληγορικό, γι’ αυτό είναι χωρίς όνομα. Οι πλειοψηφία των πρωταγωνιστών του δεν έχουν κανονικά ονόματα αλλά επίθετα ως ονόματα, ή ουσιαστικά έννοιες.
Παλάβω, Φρόνηση, Συνετός, το Βασίλειο των Μοιρολάτρων.

Φυσικά οι ήρωες, οι πράξεις, και τα Βασίλεια είναι οι Έλληνες και η Ελλάδα.
Μια Ελλάδα με ανίκανη εξουσία, διεφθαρμένους πολιτικούς , ένα ξεπουλημένο κράτος.
Κάτι που μας θυμίζει και την Ελλάδα του σήμερα, 100 τόσα χρόνια μετά, γι’ αυτό εξάλλου και επίκαιρο.

Φυσικά η αποφυγή χρήσης ελληνικών ονομάτων, τοπωνυμίων και γεγονότων κάνει αυτό το σατυρικό παραμύθι όχι μόνο ελληνικό και επίκαιρο αλλά και παγκόσμιο.

Κάθε παιδί και μεγάλος απ’ όπου κι αν βρίσκεται στον κόσμο θα αγαπήσει τον Συνετό, θα αγανακτήσει με την Παλάβω και θα μισήσει τον Λαγόκαρδο.

Κι αυτό έγινε και με μένα.
Αυτή ήταν η δεύτερή μου επαφή με την Πηνελόπη Δέλτα, με πρώτη τα «Τα Μυστικά του Βάλτου» όταν ήμουν στην εφηβεία. Θα πάρω και τα υπόλοιπα βιβλία τις από αυτή την υπέροχη σειρά των εκδόσεων Ψυχογιός, με σκληρόδετο εξώφυλλο, ανθεκτικό χαρτί, με ενσωματωμένο σελιδοδείκτη κορδέλα, εισαγωγή που μας μιλάει για τη συγγραφέα το έργο και το ιστορικό πλαίσιο της περιόδου που γράφτηκε το βιβλίο, και φυσικά άνετη γραμματοσειρά.

Λόγω του ότι είναι αλληγορικό, σατυρικό, και πολιτικό παραμύθι ίσως συστήνεται καλύτερα για παιδιά στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού. Για τις πρώτες τάξεις θα έλεγα «Μαγκα» και «Τρελαντώνη».

Βαθμολογία: Ιμάμ Μπαϊλντί

Answered Prayers: The Unfinished Novel

1041179. sx318

«Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το τσιμπούκι για τη σύσφιξη της σιαγόνας» σελ, 6

«Οι μόνες γυναίκες που βρίσκω χρήσιμες είναι η κα. Γροθιά και οι πέντε κόρες της. Πολλά μπορούν να λεχθούν γα την κα. Γροθιά – είναι καθαρή, δεν κάνει ποτέ σκηνές, δεν κοστίζει τίποτα, είναι απόλυτα πιστή και πάντα δίπλα σου όποτε την χρειαστείς.» ✊💦 σελ, 19

Ναι, καλά διαβάσατε, τα πιο πάνω αποσπάσματα είναι απ’ την αρχή αυτού του μυθιστορήματος γραμμένο από τον συγγραφέα του «Εν Ψυχρώ» και του «Πρόγευμα στα Τίφανις», τον Τρούμαν Καπότε.

Ένα ημιτελές, ανάστα-ο-κύριος βιβλίο.
Ο Καπότε αφού ξόδεψε χρόνια και ενέργεια για να γράψει το βασισμένο σε αληθινά γεγονότα βιβλίο του «Εν Ψυχρώ» όπου με τη φίλη του Χάρπερ Λι (συγγραφέα του «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια») ερεύνησαν, μελέτησαν, και πήραν συνεντεύξεις από αυτόπτες μάρτυρες, εξουθενώθηκε τόσο πολύ από αυτή την έντονη και τραυματική γι’ αυτόν εμπειρία, που από το 1966 (χρονιά που εκδόθηκε το βιβλίο) μέχρι και τον θάνατό του το 1984 δεν κατάφερε να ολοκληρώσει και να εκδώσει ούτε ένα μυθιστόρημα. Με εξαίρεση μερικά διηγήματα και δοκίμια, τα τελευταία χρόνια της ζωής του όσο αφορά συγγραφική παραγωγή ήταν το απόλυτο τίποτα.

Τα τρία κεφάλαια που συγκροτούν αυτό το βιβλίο δημοσιεύθηκαν ως αυτοτελή διηγήματα στο περιοδικο Esquire μεταξύ του 1965 και του 1975.

Δεν υπάρχει βασικά μια ενιαία πλοκή ένας βασικός κορμός ας πούμε. Το τι συνδέει αυτά τα κεφάλαια/διηγήματα είναι ο κεντρικός ήρωας ένας μπαϊσέξουαλ ζιγκολό που θέλοντας να γίνει συγγραφέας συναναστρέφεται με την αφρόκρεμα των πλουσίων της Αμερικής. Όλοι βασισμένοι σε φίλους και γνωστούς του Καπότε.

Μέσω αυτών των ιστοριών ο Καπότε αποκάλυψε μυστικά και σκάνδαλα φίλων και γνωστών, χάνοντας έτσι την εύνοιά τους και ζώντας πλέον εξοστρακισμένος. Μερικοί από τους χαρακτήρες των ιστοριών είναι βασισμένοι στην Κάθριν Αν Πόρτερ, στον Τένεσι Ουίλιαμς, την Τζάκι Ωνάση και πολλούς άλλους.

Γύρω στο τέλος της δεκαετίας του 60 ο Καπότε είχε ήδη βυθιστεί σε μια δίνη αλκοολισμού και ναρκωτικών, μια κατάσταση την οποία ζούσε μέχρι και τον θάνατό του.
Το νιώθεις όλο αυτό μες το βιβλίο του: Ο αφηγητής είναι γεμάτος εμπάθεια, κακεντρέχεια, και απίστευτα γκρινιάρης. Υπάρχουν άφθονες αναφορές ονομάτων και προσώπων που ήταν γνωστοί τις δεκαετίες του πενήντα και εξήντα αλλά πλέον είναι ξεχασμένοι και θαμμένοι κάτω από σωρούς λήθης.

Ένα ημιτελές βιβλίο των 180 σελίδων που έχει περισσότερους χαρακτήρες και παράλληλες ιστορίες από ένα βιβλίο των 1080 σελίδων όπως ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, λογικό να είναι ευκολοξέχαστο.

ΑΛΛΑ

αγόρασα αυτό το βιβλίο κυρίως ως συλλέκτης. Μια σκληρόδετη πρώτη αμερικάνικη έκδοση (1987) του ημιτελούς μυθιστορήματος του Τρούμαν Καπότε σε άριστη κατάσταση. Το αγόρασα για μόλις €1. Χαίρομαι που το διάβασα. Χαίρομαι που είναι πλέον μέρος της συλλογής μου. Και αυτό είναι όλο. Δεν είναι ένα βιβλίο που θα συστήσω. Δεν είναι ένα βιβλίο που μου άρεσε. Είναι ένα βιβλίο του οποίου 5 μήνες μετά την ανάγνωσή του ξέχασα 89% του περιεχομένου του. Χαίρομαι που το διάβασα. Και χαίρομαι που δε θα χρειαστεί να το ξαναδιαβάσω.

Βαθμολογία: Σαλάτα Νισουάζ

Eaters of the Dead

847994

Όπως είχα πει και στην προηγούμενη μου κριτική για το βιβλίο του Μαικλ Κράιτον «Η Μεγάλη Ληστεία του Τρένου», ο Κράιτον τα 9 πρώτα χρόνια της συγγραφικής του καριέρας (1966-1974) έγραφε θρίλερ και βιβλία επιστημονικής φαντασίας. Το 1975 έκανε στροφή 180 μοιρών με το ιστορικό μυθιστόρημα «Η Μεγάλη Ληστεία του Τρένου» που διαδραματίζεται στο Βικτωριανό Λονδίνο. Το 1976 έγραψε άλλο ένα ιστορικό μυθιστόρημα με ψήγματα φαντασίας αυτή τη φορά στη μεσαιωνική Ευρώπη και στη χώρα των Βίκινγκ (Σκανδιναβία).

Είναι ουσιαστικά μια επαναφήγηση (retelling στ’ Αγγλικά, δεν βρήκα ακριβή ελληνική ορολογία) του επικού αγγλικού ποιήματος Μπέογουλφ που συντέθηκε γύρω στο 8ο με 10ο αιώνα μ.Χ. όπως επίσης και του χειρόγραφου ενός Άραβα ταξιδιώτη και χρονογράφου Αχμάντ ιμπν Φαντλάν που ήταν από τους πρώτους Άραβες που είχαν επαφές με τους Βίκινγκ, επαφή την οποία και κατέγραψε.

Ο Κράιτον συνδυάζοντας αυτήν την αληθινή μαρτυρία και βγάζοντας τα φανταστικά στοιχεία από το Μπέογουλφ (Δράκοι, και τέρατα όπως ο Γκρέντελ και η Μητέρα του) έφτιαξε αυτό το βιβλίο. Ένα βιβλίο όπου βλέπουμε τους Βίκινγκ τα ήθη και τα έθιμά τους μέσα από τα μάτια ενός Άραβα.

Θεώρησα έξυπνο αυτόν τον τρόπο διότι και εμείς όπως και ο Άραβας αφηγητής δεν είμαστε εξοικειωμένοι με την κουλτούρα των Βίκινγκ και η αμηχανία του μπροστά σε κάθε τι ‘παράξενο’ (φαγητό, συνήθειες) την μοιραζόμαστε μαζί του.

Και όπως πάντα ο Κράιτον γράφει ένα πρόλογο-μελέτη για το πως του γεννήθηκε η ιδέα του βιβλίου και πώς το μελέτησε, όπως επίσης και βιβλιογραφία στο τέλος, και μερικές υποσημειώσεις στο κυρίως κείμενο που σε κάνουν να νιώθεις ότι όντως διαβάζεις κάτι ιστορικά πραγματικό.

Το βιβλίο έγινε και ταινία με τον Αντόνιο Μπαντέρας, μια όχι και τόσο πετυχημένη ταινία απ’ όσο άκουσα.

Βαθμολογία: Κοτόπουλο στα κάρβουνα.